κιθαρῳδοῦ

κιθαρῳδοῦ
κιθαρῳδέω
sing to the cithara
pres imperat mp 2nd sg (attic)
κιθαρῳδέω
sing to the cithara
imperf ind mp 2nd sg (attic)
κιθαρῳδός
one who plays and sings to the cithara
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιπόρπημα — ἐπιπόρπημα, τὸ (Α) [επιπορπούμαι] 1. ένδυμα που πορπώνεται, στερεώνεται με πόρπη στους ώμους, επενδύτης, είδος πανωφοριού 2. μανδύας, ενδυμασία κιθαρωδού 3. στολίδι τής πόρπης από χρυσό, άργυρο ή πολύτιμο λίθο …   Dictionary of Greek

  • παρακύπτω — ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α (για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.) μσν. κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι αρχ. 1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή… …   Dictionary of Greek

  • τιμοθεαστής — ὁ, Α [Τιμόθεος] ο οπαδός τού Τιμοθέου, κιθαρωδού τής Μιλήτου …   Dictionary of Greek

  • Ευρυδίκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Δρυάδες νύμφες ή κόρη του Απόλλωνα, σύζυγος του κιθαρωδού Ορφέα. Η Ε. πέθανε από δάγκωμα φιδιού, αλλά ο απαρηγόρητος σύζυγός της κατόρθωσε με το τραγούδι του να συγκινήσει τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, οι… …   Dictionary of Greek

  • Κινησίας — (450; – 390; π.Χ.). Αθηναίος διθυραμβοποιός. Ήταν γιος του κιθαρωδού Μέλητα. Ήταν κουτσός και ισχνός, ασεβέστατος και κακός ποιητής, κατά τη μαρτυρία του Πλούταρχου στα Ηθικά. Η συμπεριφορά του έγινε στόχος των κωμικών ποιητών και ειδικά του… …   Dictionary of Greek

  • Μήθυμνα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.497 κάτ.) της Λέσβου. Η M., που ονομάζεται και Μόλυβος, βρίσκεται χτισμένη αμφιθεατρικά στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Διοικητικά αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στη Μ. έχουν χαρακτηριστεί… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης Γουλανδρή (Αθηνών) — Στεγάζεται από το 1986 σε ιδιόκτητο κτίριο (Νεοφύτου Δούκα 4, Κολωνάκι) σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ιωάννη Βικέλα. Από το 1991 παραχωρήθηκε στο μουσείο ένα από τα ομορφότερα νεοκλασικά του κέντρου της Αθήνας στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ισθμίων — Το μουσείο βρίσκεται στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου όπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. είχε ιδρυθεί το ιερό του Ίσθμιου Ποσειδώνα. Πολύ κοντά, στη νοτιοανατολική γωνία του ιερού, ανακαλύφθηκαν τα ίχνη του αρχικού σταδίου, με την ιδιόμορφη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”